Παριζιάνος, -α

Παριζιάνος, -α
ο κάτοικος του Παρισιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Παριζιάνος — ο, θηλ. Παριζιάνα 1. αυτός που γεννήθηκε ή κατοικεί στο Παρίσι 2. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από το Παρίσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. parisien < Paris] …   Dictionary of Greek

  • παριζιάνικος — η, ο [Παριζιάνος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από το Παρίσι («παριζιάνικη μόδα») επίρρ... παριζιάνικα με παριζιάνικο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • παρισινός — ή, ό ο προερχόμενος από το Παρίσι, ο Παριζιάνος, αυτός που έχει σχέση με το Παρίσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”